- ἐξεκκλησιάσαι
- ἐξεκκλησιά̱σᾱͅ , ἐξεκκλησιάζωfut part act fem dat sg (doric)ἐξεκκλησιάζωaor inf actἐξεκκλησιάσαῑ , ἐξεκκλησιάζωaor opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.